- ἀλύτου
- ἄλυτοςnot to be loosedmasc/fem/neut gen sgἀλύτηςpolice-officermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκοκέραμος — ὁ, Μ (κατά την Ευδοκ.) «ἔδησαν αὐτὸν ἐν χαλκοκεράμῳ. Χαλκὸς δὲ κέραμος πόλις ἐστὶν οὕτω καλουμένη ἢ εἶδός ἐστι δεσμοῦ δυσχεροῦς, ἀλύτου καὶ δυσαντήτου». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κέραμος (πρβλ. ῥυπο κέραμος)] … Dictionary of Greek